- διαδρασιπολίτας
- διαδρᾱσιπολί̱τᾱς , διαδρασιπολίτηςmasc acc plδιαδρᾱσιπολί̱τᾱς , διαδρασιπολίτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)διαδρασιπολί̱τᾱς , διαδρασιπολῖταιcitizens who shirk all state burdensmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.